διαπότιση

διαπότιση
[-ις (-εως)] η
1) промачивание насквозь; 2) прям. , перен. пропитывание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "διαπότιση" в других словарях:

  • διαπότιση — η πλήρης εμποτισμός, μούσκευμα, κατάβρεγμα …   Dictionary of Greek

  • εμπότιση — η η ενέργεια τού εμποτίζω, η διαπότιση, το μούσκεμα …   Dictionary of Greek

  • εμπότισμα — το 1. το αποτέλεσμα τού εμποτίζω, διαπότιση, μούσκεμα 2. το υγρό που διεισδύει και εμποτίζει ένα σώμα, το υγρό που απορροφήθηκε …   Dictionary of Greek

  • εναπόμορξις — ἐναπόμορξις, η (Α) εναπόμείξις*, διαπότιση, ανάμιξη με υγρό …   Dictionary of Greek

  • επιβροχή — ἐπιβροχή, η (Α) διαπότιση, βρέξιμο …   Dictionary of Greek

  • ζωροαστρισμός — Αρχαία περσική θρησκεία που ίδρυσε ο Ζωροάστρης (βλ. λ.). Οι διδασκαλίες του ζ. εξελίχθηκαν εντυπωσιακά με την πάροδο του χρόνου. Η αρχαιότερη φάση αντιπροσωπεύεται από τις διδασκαλίες των Γκάθα. Μετά την αρχική διαρχία, η οποία ήταν άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • μούλιασμα — το [μουλιάζω] το αποτέλεσμα τού μουλιάζω, το μούσκεμα, η διαπότιση με νερό …   Dictionary of Greek

  • μούσκεμα — το [μουσκεύω] 1. το να μουσκεύει κάποιος κάτι, βρέξιμο, διαπότιση, διαβροχή 2. φρ. α) «είμαι μούσκεμα» ή «γίνομαι μούσκεμα» βρέχομαι πάρα πολύ, μουσκεύομαι β) «τά κάνω μούσκεμα» αποτυγχάνω, τά θαλασσώνω …   Dictionary of Greek

  • αφλεκτοποίηση — Επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η ξυλεία κατασκευών ή άλλο υλικό εργασίας που καίγεται εύκολα, όπως τα πριονίδια, το ψαθί, οι ρητίνες κλπ., για να γίνει όσο το δυνατόν περισσότερο ανθεκτικό στη φωτιά. Οι τρόποι που χρησιμοποιούνται είναι: 1.… …   Dictionary of Greek

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»